προκαταγγελτικός

προκαταγγελτικός
-ή, -όν, Α [προκαταγγέλλω]
1. αυτός που προκαταγγέλλει, που προειδοποιεῑ
2. προφητικός.
επίρρ...
προκαταγγελτικῶς
1. με προειδοποίηση
2. με τρόπο προφητικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”